- ξυριστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύρισμα: Ξυριστικά εργαλεία.2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυριστικά η αμοιβή για το ξύρισμα: Τα ξυριστικά αυξήθηκαν πάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.